Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Επιτέλους χειμωνιάζει



This is it παίδες αγαπημένοι. Κρύωσε ο καιρός, άλλαξε κι η ώρα...Χειμωνιάζει! Και πριν προλάβετε να κατεβάσετε μαζί με τα παλτό και την καταθλιψάρα από το πατάρι, πάρτε μια λίστα με 5 (όχι και τόσο) προφανείς λόγους για τους οποίους ο χειμώνας είναι by far η καλύτερη εποχή του χρόνου. 


  1. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Αθηναίοι, Βισηγότθοι και λοιπά βάρβαρα φύλα έχουν προ πολλού εγκαταλείψει το νησί για να επιστρέψουν στις βάσεις τους. Και δεν είναι πως άδειασαν οι δρόμοι και βρίσκεις να παρκάρεις. Είναι πως επιτέλους (εκτός απ’ την περίοδο) καταφτάνει στην ώρα του το πρωινό αντικείμενο του πόθου σου (aka ντελιβεράς με λάττε!) 
  2. Στον Κύβο* έρχονται πια οι πραγματικοί βιβλιόφιλοι και όχι οι περιστασιακοί αναγνώστες που ψάχνουν την τελευταία Μαντοδημουλίδου για την ξαπλώστα. (τα πονήματα των οποίων, ειρήσθω εν παρόδω, κυκλοφορεί ο Ψυχογιός και τιμολογεί  με το κιλό όπως το χασάπης το μπον φιλέ, έτσι που να σκάει η μαντάμα εικοσάευρο για το δευτεροκλασάτο άρλεκιν ψηφιακής εκτύπωσης).  
  3. Ξεκινούν τα σχολεία. Και τα φροντιστήρια. Το τέννις, το μπάσκετ και το πιάνο. Όπερ μεθερμηνευόμενον τις καθημερινές οι μαμάδες τους τα** μαντρώνουν από νωρίς για ύπνο και δεν κινδυνεύεις να τα φας στη μάπα μαζί με τα ξηροκάρπια το βράδυ που θα βρεις σαν άνθρωπος να πιείς τη μπύρα σου. (εννοείται μιλάμε για τις κυριλέ Τεταρτοπέμπτες καθότι τα Σαββατόβραδα εδώ και χρόνια ανήκουν στους λαϊκούς που δουλεύουν πενθήμερο, γαμούν το Σάββατο και την Κυριακή εκδράμουν). 
  4. Speaking of booze, πάσης φύσεως μπαροκατάσταση απευθυνόμενη σε ξενόφερτες νεροφίδες, μετά το πέρας της τουριστικής περιόδου, περιφράσσεται με νάυλον και κοτετσόσυρμα, αφήνοντας δυο τρία μαγαζιά όπου μπορείς να τα πεις και να τα πιείς ωραιότατα με τους φίλους σου, απαλλαγμένος από τις yo man – shit man κραυγές τις ελληνοαμερικανικής καφρολαίλαπας. 
  5. Κι επειδή είσαι νέος και ωραίος κάνεις σεξ. Και μη σκεφτείτε τίποτε γκομενορομαντικά τύπου μπροστά από το τζάκι. Κάνεις σεξ χωρίς να ιδρώνεις, χωρίς να κολιτσιάζεις, χωρίς να σου ‘ρχεται ο ντουβρουτζάς από τους 40 ˙C και χωρίς να σ’ ακούν οι γείτονες απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. Κι άμα λάχει, άπαξ και είσαι πρωινός τύπος, χουχουλιάζεις after κι ένα τεταρτάκι κάτω απ’ το πάπλωμα γιατί όσο να πεις μέχρι να φτάσεις στο μπάνιο έχεις μάθει 40 νέες λέξεις για να περιγράψεις το χιόνι. Κι έχεις γαμώ τις δικαιολογίες που άργησες στη δουλειά. 
 
*όποιος δε γνωρίζει τι εστί Κύβος παρακαλείται όπως επισκεφτεί τη σελίδα μας στο facebook, την οποία θα λαϊκάρει πάραυτα, ειδεμί θα μαστιγωθεί μέχρι θανάτου

**άρθρο άνευ συνοδείας ουσιαστικού που μπορεί να συμπληρωθεί κατά βούληση (παιδάκια, μούλικα, χόμπιτ κλπ)

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Επειδή έχουμε καιρό να τα πούμε...

....σκουζάτε μι παίδες. 

Ξέρω πως έχω εξαφανιστεί εδώ και μήνες (και είναι θαύμα πως τούτο το έγκλημα δεν έχει προκαλέσει ομαδικές αυτοκτονίες) αλλά πήζω τρελά στη δουλειά! Τρελά όμως! Κι επιπρόσθετα, ο Μορφέας με κερατώνει ασύστολα - κάτι που πάντα ήτανε μπερμπάντης, κάτι που καλοκαίριασε κι έχει τον ασυμάζευτο - στη χάση και στη φέξη βρισκόμαστε.

Οπότε κάτι το τρέξιμο, κάτι η κούραση, κάτι οι αυπνίες, δεν έχω σώσει να σας γράψω, όχι κείμενο, ούτε μισό τουίτ για να μην ξεχνιόμαστε! Για να νιώσετε καλύτερα πάντως - μια σειρά από καλοκαιρινά ευτράπελα και κάτι ξεγυρισμένα πελατάκια μου έχουν δώσει εξαιρετικό υλικό οπότε, υπομονή και θα επανέλθω σύντομα!

Στο ενδιάμεσο, μπορείτε να εκφράσετε τη δυσαρέσκεια και τα παράπονα σας για την εξαφάνιση στη Διεύθυνση. Προτιμήστε απογευματινές ώρες (όποτε προσφέρεται και καφές) ή εναλλακτικά στείλτε μέηλ στο info@e-kivos.gr (με θέμα FREE Δε_Γκέρλ NOW).

Φιλιά πελώρια!

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Η φυλή των Αθηναίων



Όχι. Δεν αναφέρομαι στους αρχαίους. Για το νεοέλληνα Αθηναίο λέω, που τριακόσιες πόσες μέρες το χρόνο δηλώνει πρωτευουσιάνος. Κι ύστερα, έρχεται το Πάσχα και θυμάται τις ρίζες του και το νησί.

Και σ’ αυτό το παντέρμο το νησί επιλέγει να εκδράμει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ενθυμούμενος φίλους, γνωστούς, ξαδέρφια και μπαρμπάδες. Πακετάρει τα νεύρα του, τα γκάζια του και, αναλόγως ηλικίας,  παιδιά, σκυλιά, γατιά ή τη νέα του γκομενοκατάσταση και, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις (και προλάβεις να ξετσιμπλιαστείς σαν άνθρωπος) καταφτάνει στο λιμάνι όπου οφείλεις να τον αναμένεις με ενθουσιασμό δεκάχρονου στη Ντίσνεΰλαντ (καταπίνοντας χασμουρητά και σιχτίρια για την πρωινή έγερση και τον καφέ που δεν ήπιες).

Εννοείται πως την προηγούμενη έχεις κάνει το σπίτι ανάστα ο Θεός και τη Βέφα να χάσει το χρώμα της με τα καλούδια που έχεις ετοιμάσει για τους υψηλούς (αυτο)προσκεκλημένους.
Οι οποίοι, ήδη μετά τα διόδια της Κορίνθου και τον Ισθμό έχουν αφήσει πίσω το δυαράκι στα Πατήσια και τη θέα στον ακάλυπτο και με σουφρωμένα χείλη σημειώνουν ελλείψεις στις παροχές του ταπεινού ουκογενειακού σου μπεντ εντ μπρέικφαστ. 

Κι ενώ εξακολουθείς να μην έχεις πιεί καφέ, ένας καταιγισμός ερωτήσεων σε πρώτο πληθυντικό σου αποκαλύπτουν την τραγική πραγματικότητα των επόμενων ημερών. Οι όποιες επαγγελματικές σου υποχρεώσεις και η προσωπική σου ζωή έρχονται σε δεύτερη μοίρα, διότι έχεις να φροντίσεις που θα πάμε, τι θα φάμε, ποιον Επιτάφιο θα ακολουθήσουμε, σε ποιο ξωκκλήσι θα κάνουμε Ανάσταση. Και πιστέψτε με, είναι ύπουλος αυτός ο πληθυντικός και διόλου παρεΐστικος – κι όποιος θέλει αποδείξεις ας τσεκάρει το instagram και τα check in στο facebook.

Αγνοώντας κακιασμένα σχολιάκια για την απουσία μηχανής Nespresso (θα μου τη φέρει ο Κλούνεϊ μανίτσα στην επόμενη βίζιτα), θα βάλεις το μπρίκι και θα ψήσεις έναν ελληνικό. Διπλό και σκέτο. Θα στρίψεις τσιγάρο και θα μετρήσεις αντίστροφα τις ώρες μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα. Την υπέροχη, μαγική στιγμή που θα φορτώσουν το αμάξι με τα βαλιτσοειδή τους, το λάδι και τη φέτα απ’ το χωριό και θα σου αδειάσουν τη γωνιά.

Παρεπιπτόντως, τον Αύγουστο που θα ξανάρθουν λέει, θα λείπω. Έχω κλείσει για Μαλδίβες. Με τον Κλούνεϊ.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Μαθήματα Γαλλικών



Ανατρέχοντας στην παιδική μου ηλικία, δυο πράγματα μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως μισούσα μέχρι θανάτου. Τα γαλλικά και τις μπάμιες. 


Και καλά οι μπάμιες ουδέποτε υπήρξαν ιδιαίτερα αγαπητές στο σπίτι μας, αντιλαμβάνεστε ωστόσο την απογοήτευση της μανούλας μου που, από την πρώτη στιγμή που της απίθωσαν το στρουμπουλό, φαφούτικο μωρό στην αγκαλιά, ονειρευόταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που θα μιλούσε με το «γ» και θα κλειδοκυμβάλιζε το Für Elise (για το φιάσκο του πιάνου θα σας μιλήσω εκτενώς άλλη φορά).


Φυσικά η εξέλιξη του θείου βρέφους ουδεμία σχέση είχε με τα όνειρα της έρμης μάνας που, ανήμπορη να αντιδράσει, το έβλεπε να εξελίσσεται σε ένα πρώτης τάξεως αγοροκόριτσο που ξαμολιόταν στις αλάνες, κλωτσούσε μπάλες, καβαλούσε BMX και μάθαινε να βρίζει σαν χαμάλης. Αξέχαστοι έχουν μείνει στη γειτονιά οι καυγάδες για τα φορεματάκια και τα λουστρινένια παπουτσάκια που έμεναν αφόρετα στα κουτιά και τις κρεμάστρες τους και τα δάκρυα που έχουν χυθεί για τα μαλλιά του τέρατος που επέμενε να τα θέλει «αλά γκαρσόν».


Το οποίο τέρας απεδείχθη ιδιαίτερα γλωσσομαθές, μετατρέποντας έτσι την απογοήτευση της μάνας σε συντριβή καθώς το παρακολουθούσε να προτιμά να αποστηθίζει κάτι λέξεις – σιδηρόδρομους να (με το συμπάθιο!) στα γερμανικά παρά να καταβάλει μια τόση δα προσπάθεια να μάθει ένα μερσί κι ένα βου λε βου όπως τόσα και τόσα καθωσπρέπει κοριτσάκια.


Ευτυχώς η δεύτερη κόρη της οικογένειας έβγαλε ασπροπρόσωπη τη μανούλα που περιχαρής κορνιζάριζε τα Ντελφ που της κουβαλούσε κι άφησε την πρώτη (βλέπε αγοροκόριτσο – τέρας) στην ησυχία της. Η οποία με τη σειρά της συνέχισε να απεχθάνεται τα γαλλικά και οτιδήποτε γαλλικό για τα επόμενα πολλά χρόνια...


Θα ήθελα να σας πω πως τη σχέση μου με τα γαλλικά την αποκατέστησε η αγάπη μου για την ποίηση καθώς δε θα ήταν δυνατό να αγαπώ τον Ελύτη και να συνεχίζω να αγνοώ τον Ελυάρ, ωστόσο για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θα πρέπει να σας πω πως καταλυτικός στάθηκε ο διαβόητος αλκοολισμός μου. Διότι δε θα μπορούσα σε καμιά περίπτωση να θεωρούμαι κρασοκανάτα περιωπής χωρίς να έχω δοκιμάσει ένα Μπορντώ, ένα Καμπερνέ, ένα Μποζολέ βρε αδερφέ!


Έκτοτε βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αποφασίσω να προσεγγίσω τα γαλλικά ως γλώσσα και ίσως να μην το είχα κάνει ποτέ αν μια σειρά συμπτώσεων δεν είχαν φέρει στη ζωή μου μια γλυκύτατη κοπέλα που δικαιούται να φέρει επάξια τον τίτλο της Δασκάλας με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Και για να καταλάβετε τι εννοώ, θα σας πω απλά πως στο πρώτο μάθημα, εκτός από το être και το avoir επέλεξε να μου διδάξει και Jacques Prevert.


Κι αν δεν σας αποκαλύπτω το όνομα της, είναι γιατί τους θησαυρούς πρέπει να τους ανακαλύπτει ο καθένας μόνος του...

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Η αγάπη της μαμάς μετριέται σε τάπερ!



Μέχρι τα 18 το θεωρείς δεδομένο. Επιστρέφοντας από το σχολείο το χειμώνα και την παραλία το καλοκαίρι, η κλασική ελληνίδα μάνα είναι εκεί και σε περιμένει. Να στρώσει τραπέζι, να ζεστάνει το φαΐ, να το σερβίρει, να φέρει ψωμί, να κόψει σαλάτα, να γκρινιάξει (γιατί πάλι δεν έφαγες). Και εννοείται, να μαζέψει τα πιάτα. Και να τα πλύνει. Προφανέστατα, μέχρι τη στιγμή της αποφοίτησης από το λύκειο, η μόνη επαφή με την κουζίνα της μανούλας περιορίζεται στο (κολοσσιαίας σημασίας) ερώτημα «Τι θα φάμε σήμερα;» - συχνά συνοδευόμενο από ένα «Πάλι;» έντονης δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας. 

Είναι επίσης προφανές πως οι δικές σου μαγειρικές ικανότητες περιορίζονται στην άψογη Παρασκευή τοστ, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί πλέον είσαι φοιτήτρια στη Θε (και για τους τυχερούς) Ξε-σσαλονίκη. Η κουζίνα της μαμάς απέχει χιλιόμετρα αλλά δε σε νοιάζει. Γιατί η Σαλονίκη έχει μπουγάτσα (με κρέμα για με τυρί), σουβλάκια (σε πίτα για σε ψωμάκι), έχει Χατζή, έχει Τερκενλή, έχει το Χάλαρο και το Κουρδιστό Γουρούνι που τα σπάει. Κι όταν καταφθάνουν οι κούτες με τα τάπερ, τα μοιράζεις σε φίλους γιατί έχεις προλάβει να κανονίσεις. Άθωνος. Μοδιάνο. Τσινάρι.
Τα χρόνια περνάνε κι έχεις πια μετακομίσει στην πρωτεύουσα. Τρελή, γκαζωμένη και φιλόδοξη χτίζεις την καριέρα σου. Το πρωί. Το βράδυ τα πίνεις στο Σταυρό, στο Γκάζι, στα Εξάρχεια. Τα τάπερ της μάνας ταξιδεύουν με τα ΚΤΕΛ κι εσύ βλαστημάς γιατί δε βρίσκεις ταξί για τον Κηφισό. Κι ύστερα τα μοιράζεις στους υφιστάμενους σου στο γραφείο γιατί εσύ ζεις με σαλάτες απ’ τα Everest και βρώμικα στη Μαβίλη.

Τα χρόνια εξακολουθούν να περνάνε, η ωριμότητα σε κατακλύζει (τρομάρα σου!) κι αποφασίζεις να αναβαθμίσεις το γκομενάκι σου σε συγκάτοικο. Κι ανακαλύπτεις πως στην κουζίνα υπάρχουν κι άλλες συσκευές εκτός από το microwave. Τα δέματα της μάνας τα φέρνει πλέον η ACS και συνοδεύονται από συνταγές και συμβουλές. Μόνο που το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά στάνταρ γαστρονομίας που έχεις βάλει πλώρη να κατακτήσεις, οπότε τα πασάρεις σε γνωστούς, συγγενείς και τα αδέσποτα της γειτονιάς (σόρρυ μαμά).

Μπουχτίζεις, χωρίζεις κι επιστρέφεις σε παλιές, αγαπημένες συνήθειες. Δωδεκάωρα στη δουλειά και πιτόγυρα. Ώσπου ένα βράδυ γυρνάς πτώμα απ’ το μαγαζί. Και πεινάς. Ανοίγεις το ψυγείο και μετράς. Μπύρες, τεκίλα και μια εξάδα Evian. Πιάνεις τα φυλλάδια απ’ το delivery. Όχι πίτσα. Όχι σουβλάκια. Όχι κινέζικο. Ξανανοίγεις το ψυγείο. Στο βάθος ένα ταπεράκι φασολάκια. Με φέτα. Τζακ ποτ! Η αγάπη της μανούλας σου κλείνει το μάτι.