Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Μαθήματα Γαλλικών



Ανατρέχοντας στην παιδική μου ηλικία, δυο πράγματα μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως μισούσα μέχρι θανάτου. Τα γαλλικά και τις μπάμιες. 


Και καλά οι μπάμιες ουδέποτε υπήρξαν ιδιαίτερα αγαπητές στο σπίτι μας, αντιλαμβάνεστε ωστόσο την απογοήτευση της μανούλας μου που, από την πρώτη στιγμή που της απίθωσαν το στρουμπουλό, φαφούτικο μωρό στην αγκαλιά, ονειρευόταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που θα μιλούσε με το «γ» και θα κλειδοκυμβάλιζε το Für Elise (για το φιάσκο του πιάνου θα σας μιλήσω εκτενώς άλλη φορά).


Φυσικά η εξέλιξη του θείου βρέφους ουδεμία σχέση είχε με τα όνειρα της έρμης μάνας που, ανήμπορη να αντιδράσει, το έβλεπε να εξελίσσεται σε ένα πρώτης τάξεως αγοροκόριτσο που ξαμολιόταν στις αλάνες, κλωτσούσε μπάλες, καβαλούσε BMX και μάθαινε να βρίζει σαν χαμάλης. Αξέχαστοι έχουν μείνει στη γειτονιά οι καυγάδες για τα φορεματάκια και τα λουστρινένια παπουτσάκια που έμεναν αφόρετα στα κουτιά και τις κρεμάστρες τους και τα δάκρυα που έχουν χυθεί για τα μαλλιά του τέρατος που επέμενε να τα θέλει «αλά γκαρσόν».


Το οποίο τέρας απεδείχθη ιδιαίτερα γλωσσομαθές, μετατρέποντας έτσι την απογοήτευση της μάνας σε συντριβή καθώς το παρακολουθούσε να προτιμά να αποστηθίζει κάτι λέξεις – σιδηρόδρομους να (με το συμπάθιο!) στα γερμανικά παρά να καταβάλει μια τόση δα προσπάθεια να μάθει ένα μερσί κι ένα βου λε βου όπως τόσα και τόσα καθωσπρέπει κοριτσάκια.


Ευτυχώς η δεύτερη κόρη της οικογένειας έβγαλε ασπροπρόσωπη τη μανούλα που περιχαρής κορνιζάριζε τα Ντελφ που της κουβαλούσε κι άφησε την πρώτη (βλέπε αγοροκόριτσο – τέρας) στην ησυχία της. Η οποία με τη σειρά της συνέχισε να απεχθάνεται τα γαλλικά και οτιδήποτε γαλλικό για τα επόμενα πολλά χρόνια...


Θα ήθελα να σας πω πως τη σχέση μου με τα γαλλικά την αποκατέστησε η αγάπη μου για την ποίηση καθώς δε θα ήταν δυνατό να αγαπώ τον Ελύτη και να συνεχίζω να αγνοώ τον Ελυάρ, ωστόσο για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θα πρέπει να σας πω πως καταλυτικός στάθηκε ο διαβόητος αλκοολισμός μου. Διότι δε θα μπορούσα σε καμιά περίπτωση να θεωρούμαι κρασοκανάτα περιωπής χωρίς να έχω δοκιμάσει ένα Μπορντώ, ένα Καμπερνέ, ένα Μποζολέ βρε αδερφέ!


Έκτοτε βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αποφασίσω να προσεγγίσω τα γαλλικά ως γλώσσα και ίσως να μην το είχα κάνει ποτέ αν μια σειρά συμπτώσεων δεν είχαν φέρει στη ζωή μου μια γλυκύτατη κοπέλα που δικαιούται να φέρει επάξια τον τίτλο της Δασκάλας με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Και για να καταλάβετε τι εννοώ, θα σας πω απλά πως στο πρώτο μάθημα, εκτός από το être και το avoir επέλεξε να μου διδάξει και Jacques Prevert.


Κι αν δεν σας αποκαλύπτω το όνομα της, είναι γιατί τους θησαυρούς πρέπει να τους ανακαλύπτει ο καθένας μόνος του...

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Η αγάπη της μαμάς μετριέται σε τάπερ!



Μέχρι τα 18 το θεωρείς δεδομένο. Επιστρέφοντας από το σχολείο το χειμώνα και την παραλία το καλοκαίρι, η κλασική ελληνίδα μάνα είναι εκεί και σε περιμένει. Να στρώσει τραπέζι, να ζεστάνει το φαΐ, να το σερβίρει, να φέρει ψωμί, να κόψει σαλάτα, να γκρινιάξει (γιατί πάλι δεν έφαγες). Και εννοείται, να μαζέψει τα πιάτα. Και να τα πλύνει. Προφανέστατα, μέχρι τη στιγμή της αποφοίτησης από το λύκειο, η μόνη επαφή με την κουζίνα της μανούλας περιορίζεται στο (κολοσσιαίας σημασίας) ερώτημα «Τι θα φάμε σήμερα;» - συχνά συνοδευόμενο από ένα «Πάλι;» έντονης δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας. 

Είναι επίσης προφανές πως οι δικές σου μαγειρικές ικανότητες περιορίζονται στην άψογη Παρασκευή τοστ, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί πλέον είσαι φοιτήτρια στη Θε (και για τους τυχερούς) Ξε-σσαλονίκη. Η κουζίνα της μαμάς απέχει χιλιόμετρα αλλά δε σε νοιάζει. Γιατί η Σαλονίκη έχει μπουγάτσα (με κρέμα για με τυρί), σουβλάκια (σε πίτα για σε ψωμάκι), έχει Χατζή, έχει Τερκενλή, έχει το Χάλαρο και το Κουρδιστό Γουρούνι που τα σπάει. Κι όταν καταφθάνουν οι κούτες με τα τάπερ, τα μοιράζεις σε φίλους γιατί έχεις προλάβει να κανονίσεις. Άθωνος. Μοδιάνο. Τσινάρι.
Τα χρόνια περνάνε κι έχεις πια μετακομίσει στην πρωτεύουσα. Τρελή, γκαζωμένη και φιλόδοξη χτίζεις την καριέρα σου. Το πρωί. Το βράδυ τα πίνεις στο Σταυρό, στο Γκάζι, στα Εξάρχεια. Τα τάπερ της μάνας ταξιδεύουν με τα ΚΤΕΛ κι εσύ βλαστημάς γιατί δε βρίσκεις ταξί για τον Κηφισό. Κι ύστερα τα μοιράζεις στους υφιστάμενους σου στο γραφείο γιατί εσύ ζεις με σαλάτες απ’ τα Everest και βρώμικα στη Μαβίλη.

Τα χρόνια εξακολουθούν να περνάνε, η ωριμότητα σε κατακλύζει (τρομάρα σου!) κι αποφασίζεις να αναβαθμίσεις το γκομενάκι σου σε συγκάτοικο. Κι ανακαλύπτεις πως στην κουζίνα υπάρχουν κι άλλες συσκευές εκτός από το microwave. Τα δέματα της μάνας τα φέρνει πλέον η ACS και συνοδεύονται από συνταγές και συμβουλές. Μόνο που το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στα υψηλά στάνταρ γαστρονομίας που έχεις βάλει πλώρη να κατακτήσεις, οπότε τα πασάρεις σε γνωστούς, συγγενείς και τα αδέσποτα της γειτονιάς (σόρρυ μαμά).

Μπουχτίζεις, χωρίζεις κι επιστρέφεις σε παλιές, αγαπημένες συνήθειες. Δωδεκάωρα στη δουλειά και πιτόγυρα. Ώσπου ένα βράδυ γυρνάς πτώμα απ’ το μαγαζί. Και πεινάς. Ανοίγεις το ψυγείο και μετράς. Μπύρες, τεκίλα και μια εξάδα Evian. Πιάνεις τα φυλλάδια απ’ το delivery. Όχι πίτσα. Όχι σουβλάκια. Όχι κινέζικο. Ξανανοίγεις το ψυγείο. Στο βάθος ένα ταπεράκι φασολάκια. Με φέτα. Τζακ ποτ! Η αγάπη της μανούλας σου κλείνει το μάτι.